Όλοι μάλλον συμφωνούν πως δεν υπάρχει πρόσβαση του άλλου στην υποκειμενική εμπειρία του υποκειμένου. Όπως αναφέρει ο Edelman για παράδειγμα, “η πραγματική ακολουθία των ποιοτήτων (το σύνολο των προσωπικών ή υποκειμενικών εμπειριών, αισθημάτων και αισθήσεων που συνοδεύουν την επίγνωση… το πώς φαίνονται τα πράγματα σε μας) είναι αυστηρά ατομική, διότι εδράζεται σε μια σειρά περιστάσεων της προσωπικής ιστορίας ή της άμεσης εμπειρίας του καθενός”, οπότε “Δεν μπορούμε να δημιουργήσουμε μια φαινομενική ψυχολογία την οποία μπορούμε να μοιραζόμαστε με άλλους όπως μοιραζόμαστε τη φυσική.”
Οι διαφωνίες για το πώς ανακύπτουν τα ψυχονοητικά φαινόμενα είναι απεριόριστες: από τη θεϊκή παρέμβαση και την άυλη ψυχή, έως τα νευρωνικά δίκτυα και τις λογικές του “ουδέν μυστήριο” ή “η συνείδηση εξηγήθηκε”. Στην περίπτωση ωστόσο της μη προσβασιμότητας στην προσωπική εμπειρία του άλλου, δεν υπάρχει καμιά διαφωνία, εφ’ όσον, εκτός από τα μέντιουμ*, κανείς στον κόσμο δεν ισχυρίζεται πως μπορεί να έχει πρόσβαση στην του άλλου προσωπική εμπειρία ή σκέψη. (*Επειδή δεν είμαι εις θέσιν να κρίνω αν κάποια άτομα μπορούν πραγματικά να έχουν κάποια πρόσβαση στην του άλλου προσωπική σκέψη ή εμπειρία, είτε ακόμη αν υπάρχει αλήθεια στον ισχυρισμό πως σε ορισμένες τελετές τα άτομα βιώνουν τις ίδιες εμπειρίες, δεν θα χλευάσω ούτε θα παρακάμψω την εκδοχή. Αισθάνομαι υποχρεωμένος, προς χάριν της πληρότητας, να αναφέρω πως κι αν τέτοια φαινόμενα είναι αληθινά, αυτά διαδραματίζονται με τρόπους που τα μέντιουμ ή οι μύστες δεν ελέγχουν και που θα μπορούσε για μένα να είναι της ίδιας άγνωστης υφής με τα φαινόμενα που δίνουν γένεση στα ψυχονοητικά φαινόμενα του ατόμου. Θα ήταν ευχής έργο να είχαμε κάποιους ανθρώπους που θα μπορούσαν να περιγράψουν τι διαδραματίζεται στο νου κάποιου άλλου. Κανείς όμως δεν ισχυρίζεται πως μπορεί να κάνει κάτι τέτοιο. Ακόμα και στην περίπτωση της Νίνας Κουλάγκινα, η ίδια δεν είχε ιδέα πώς μπορούσε να τηλεκινεί αντικείμενα ή να διαβάζει κλειστούς φακέλους και ενίοτε αποτύγχανε να το κάνει. Κανένας από τους επιστήμονες που την εξέτασαν δεν έβγαλε κανένα συμπέρασμα. Κι αν υπάρχουν λοιπόν αυτού του είδους τα φαινόμενα είναι τουλάχιστον της ίδιας τάξης μεγέθους σε δυσκολία με την μελέτη της ατομικής εμπειρίας του άλλου και σε καμιά περίπτωση δεν μπορούν να χρησιμεύσουν σαν εργαλείο πρόσβασης.)
Εάν όμως δεν υπάρχει απ’ ευθείας πρόσβαση στα ψυχονοητικά δρώμενα ενός ατόμου, μήπως υπάρχει δυνατότητα έμμεσης πρόσβασης; Οι σύγχρονες μέθοδοι καταγραφής της εγκεφαλικής δραστηριότητας, σε συνδυασμό με τις γνώσεις από τις βλάβες, τους ερεθισμούς κλπ, δεν μας καθιστούν ικανούς να βγάζουμε συμπεράσματα για το τι βιώνει ή σκέφτεται ένα άτομο του οποίου μπορούμε να καταγράφουμε ορισμένα νευρωνικά δρώμενα; Δεν θα κουραστούμε να αποδείξουμε κάτι που κανείς, εκτός από τους δημοσιογράφους που θέλουν να εντυπωσιάσουν, δεν υποστηρίζει. Με τις προαναφερόμενες μεθόδους μπορούμε να έχουμε μια έμμεση και μακρινή ιδέα για τη λειτουργία του εγκεφάλου και σε καμιά περίπτωση πρόσβαση σε ότι νιώθει και σκέφτεται το υποκείμενο. Κανένας δεν ξέρει πώς οι ενεργοποιήσεις νευρώνων, τα ηλεκτρικά δυναμικά, οι κινήσεις ιόντων, κι όσα είναι δυνατό να παρατηρηθούν στον εγκέφαλο συνδέονται με τα ψυχονοητικά αντικείμενα. Ας αναφέρουμε μόνο πως η προσπάθεια του Francis Crick να εξάγει συμπεράσματα για την οπτική επίγνωση, είναι τόσο εξόφθαλμα ανεπαρκής που υποχρεώνει το συγγραφέα, σε μια έκρηξη ειλικρίνειας και αυτοκριτικής, κοντά στο τέλος του ογκώδους βιβλίου του να σημειώνει πως το μοντέλο που αναπτύσσει “αν το ανέπτυσσε κάποιος άλλος, θα το κατηγορούσα αναμφίβολα σαν ένα χάρτινο πύργο. Τον αγγίζεις και καταρρέει.” (σελ. 356) Κι αυτό το λέει για έναν ερευνητικό τομέα που έχουν γίνει αμέτρητα πειράματα και ατέλειωτες προσπάθειες και που είναι οπωσδήποτε πολύ μικρότερης πολυπλοκότητας από τα καθαρά ψυχολογικά ζητήματα και τη συνείδηση, γεγονός που έκανε τον Crick να τον επιλέξει. Όπως ο ίδιος εξηγεί: στην οπτική επίγνωση “…η εισροή της πληροφορίας είναι ιδιαίτερα συγκροτημένη και μάλιστα μελετάται σχετικά εύκολα… έχει πραγματοποιηθεί σημαντική πειραματική δουλειά πάνω σ’ αυτήν.” (σελ. 48)
Δεν υπάρχει λοιπόν καμία άμεση πρόσβαση στον ψυχικό κόσμο του άλλου. Όλοι οι ερευνητές συμφωνούν πως, ο μόνος λόγος που υποθέτουμε πως κάποιος άλλος έχει επίγνωση, συνείδηση, επιθυμίες, σκέψεις κλπ, είναι επειδή βιώνουμε τις δικές μας, κι ο άλλος μας διαβεβαιώνει πως το ίδιο ισχύει και γι αυτόν. Αναγνωρίζοντας στον άλλο ομοιότητες με εμάς, απλά το λαμβάνουμε ως γεγονός.
Αυτή η διαπίστωση φαίνεται να οδήγησε στις δυο ακραίες αντιμετωπίσεις στο χώρο της ψυχολογίας: το συμπεριφορισμό, που θεωρεί ως νόμιμη την ενασχόληση μόνο με τη συμπεριφορά που μπορεί να είναι φανερή και μετρήσιμη, και τον “εγκεφαλισμό”, που θεωρεί πως όλα τα μυστικά μπορούν να αποκαλυφθούν από την ανατομία, τη φυσιολογία και τη βιοχημεία του εγκεφάλου. Κι αν στις μέρες μας ο συμπεριφορισμός έχει πέσει σε σημαντική ανυποληψία, αντιθέτως, θεωρούνται πολύ σημαντικά τα δεδομένα που προκύπτουν από τα νευροφυσιολογικά και νευροανατομικά πειράματα και από τις βλάβες που υφίστανται διάφορα άτομα. Είναι αναμφίβολα πολύ ενδιαφέρον και γόνιμο να ερευνά κανείς τις σχέσεις των εγκεφαλικών δομών με συγκεκριμένες λειτουργίες είτε το πώς ορισμένες εγκεφαλικές δυσλειτουργίες, βλάβες ή ουσίες επηρεάζουν τα ψυχικά δρώμενα. Το να προσδοκά ωστόσο πως η μελέτη των ψυχικών φαινομένων μπορεί να αναχθεί στην ανατομία, στη φυσιολογία, στη βιοχημεία, στην κβαντική φυσική, ή σε οποιοδήποτε άλλο τομέα μελέτης του εγκεφαλικού υλικού, είναι εκτός πραγματικότητας. Μια τέτοια πίστη είναι γενικά ανυπόστατη, όπως νομίζω πως δείχνω με τα άρθρα “Για τον αναγωγισμό” και “Ρήξη συνδέσμου”. Επειδή όμως πολλοί μελετητές θα διαφωνούσαν με αυτό, αν διατυπώσω την πρόταση αυτή, όχι ως μια φιλοσοφική άποψη διαχρονικής αξίας ενάντια στον αναγωγισμό, αλλά ως μια θέση χρήσιμη στην ερευνητική πρακτική, δηλαδή πως με το σημερινό επίπεδο των γνώσεών μας δεν είναι δυνατή η αναγωγή των ψυχονοητικών φαινομένων στα νευρωνικά, νομίζω δεν θα υπήρχε καμιά διαφωνία. Απ’ ότι ξέρω, οι πάντες είναι σύμφωνοι με αυτό, εφ’ όσον οι προσπάθειες που γίνονται σε αυτόν τον τομέα, επιχειρούν μόνο χοντροκομμένες συνδέσεις εγκεφαλικών δομών με κινητικές, αντιληπτικές ή συγκινησιακές λειτουργίες και κανείς, τουλάχιστον σήμερα, δεν διατείνεται πως μπορεί να ξεδιπλώσει το απέραντο κουβάρι των ψυχολογικών φαινομένων με βάση τα όποιας υφής φαινόμενα διαδραματίζονται στον εγκέφαλο.
“Η προσωπική μας εσωτερική ζωή, συμπεριλαμβανομένων των αισθητηριακών μας εμπειριών, των αισθημάτων, των σκέψεων, των βουλητικών επιλογών μας, είναι αυτό που πραγματικά μας ενδιαφέρει ως ανθρώπινα όντα” (Benjamin Libet που παραθέτει αυτός ο ίδιος ο Francis Crick στο βιβλίο του “Μια εκπληκτική υπόθεση”). (Θα τολμούσα εδώ μάλιστα να πω κάτι που ίσως ακουστεί υβριστικά: όταν ο Αϊνστάιν, συμφωνώντας με τον Σοπενχάουερ, δήλωνε πως “ένα από τα ισχυρότερα κίνητρα που στρέφει του ανθρώπους προς την τέχνη και την επιστήμη είναι η φυγή από την οδυνηρή σκληρότητα και την απελπιστική ανία της καθημερινής ζωής, από τα δεσμά των δικών μας επιθυμιών που συνέχεια αλλάζουν…Μια ευγενική φύση ποθεί να δραπετεύσει από την προσωπική ζωή προς τον κόσμο της αντικειμενικής αντίληψης και σκέψης…”, δείχνει πόσο θα ήθελε ίσως να ασχοληθεί επιστημονικά με την ψυχολογία, πράγμα που όμως δεν μπορούσε μάλλον να κάνει, εφόσον-κι ευτυχώς για μας- το μυαλό του τον οδηγούσε να ασχοληθεί με ό,τι ήταν ικανότερο να διαπραγματευθεί). Όμως πρόσβαση σε αυτή την προσωπική εσωτερική ζωή έχει ο καθένας μόνο για τον εαυτό του και κάθε άλλο όπως είπαμε δεν είναι τουλάχιστον επί του παρόντος εφικτό. Αν λοιπόν θέλουμε να ασχοληθούμε με ό,τι πιο ενδιαφέρον υπάρχει για τον άνθρωπο, δηλαδή την ψυχή μας, θα πρέπει να πάψουμε να ντρεπόμαστε να λέμε πως “ψάχνοντας μέσα μας ανακαλύπτουμε”, να επανανομιμοποιήσουμε δηλαδή την ενδοσκόπηση, εφ’ όσον με αυτήν και μόνο με αυτήν μπορούμε να έχουμε άμεση πρόσβαση στα ψυχικά δρώμενα. Το γεγονός πως αυτό που συμβαίνει σε εμένα μπορεί να είναι ειδικό και να μην επιδέχεται γενίκευση θα πρέπει να το αντιμετωπίζουμε με την προσφυγή στους άλλους, με ερωτήσεις που θα προτρέπουν, με διεισδυτικό και παραγωγικό τρόπο, πάλι στην ενδοσκόπηση, ενώ η εξαγωγή συμπερασμάτων, όχι για την απόρριψη του ειδικού αλλά για τι διάκριση του τι σημαίνουν τα γενικά και τι τα ειδικά χαρακτηριστικά θα πρέπει να γίνεται με μεγάλη προσοχή και σύνεση. Στην υπόθεση αυτή, τα δεδομένα από οποιοδήποτε επιστημονικό χώρο κι αν προέρχονται (νευρολογία, φαρμακολογία, ανατομία κλπ) θα πρέπει να αξιολογούνται και ίσως μπορούν να βοηθήσουν στην εξαγωγή συμπερασμάτων. Αυτό όμως που εδώ λέω είναι πως η εξοβελισμένη μέθοδος της ενδοσκόπησης θα πρέπει να επανανομιμοποιηθεί, εφόσον δεν μπορεί να υποκατασταθεί από κανέναν άλλον κλάδο όσον αφορά την μελέτη της ψυχολογίας του ατόμου. Στην ουσία μάλιστα, ποτέ δεν εγκαταλείφθηκε πραγματικά, παρά την ανυποληψία στην οποία την έριξαν οι τεχνικοί των εργαστηρίων και των χειρουργείων, εφόσον όλα όσα ξέρουμε για τον έρωτα και τη ζήλια, για τη μανία και τη θλίψη, για το πώς ξεδιπλώνεται η σκέψη μας και πώς ανακαλούμε κάτι στη μνήμη, για οποιοδήποτε ψυχονοητικό αντικείμενο, είναι προϊόν ενδοσκόπησης και δεν θα ήταν ποτέ δυνατό να συλλάβουμε την υφή του, έστω και στο ελάχιστο, με τα μικροηλεκτρόδια στους νευρώνες, τα εγκεφαλογραφήματα ή τις τομογραφίες εγκεφάλου.
Αν για το σύνολο των θετικών επιστημών η απομάκρυνση από την υποκειμενική άποψη αποτέλεσε το εφαλτήριο για τεράστια άλματα, για τη μελέτη πολλών ουσιαστικών ζητημάτων της ψυχολογίας αποτελεί εμπόδιο και φραγμό. Η λογική του ότι μόνο ότι μετράται, “αντικειμενικοποιείται” και παύει να είναι το φενακισμένο απείκασμα της υποκειμενικής αντίληψης είναι επιστήμη, συνεπικουρούμενη από την αγωνία των ψυχολόγων να ανήκουν κι αυτοί στους επιστήμονες, έστρεψε εν πολλοίς την ψυχολογία σε πειράματα ανάλογης υφής με των θετικών επιστημών, στερώντας της εν πολλοίς τη δυνατότητα να διερευνήσει πλευρές της ανθρώπινης ψυχής που δεν είναι δυνατό να διερευνηθούν με πειράματα. Δεν θα ήμουν πολέμιος σε όσους προσπαθούν να διαλευκάνουν μερικές πλευρές της προσοχής, της οπτικής αντίληψης, της μνήμης κλπ μέσω πειραμάτων σε ζώα. (Εξ’ άλλου δεν κινδυνεύουμε αυτοί να σταματήσουν τα πειράματα που τους εξασφαλίζουν απόλυτη αποδοχή από την επιστημονική κοινότητα και ακαδημαϊκές καριέρες.) Μπορεί να υπάρχουν σημαντικές ομοιότητες και αναλογίες και να είναι δυνατή η εξαγωγή χρήσιμων συμπερασμάτων για τον άνθρωπο. Δεν ξέρω όμως αν χρειάζεται να επιχειρηματολογήσει κανείς έστω και λίγο για το ότι υπάρχουν διαστάσεις της ανθρώπινης ψυχολογίας που δεν μπορεί να βρεθεί τίποτε ανάλογο στα ζώα ή που ακόμα οι όποιες αναλογίες θα μπορούσε να είναι αποπροσανατολιστικές. Μήπως αυτό δικαιώνει και προτρέπει σε πειράματα ψυχολογίας που μπορούν να γίνουν σε ανθρώπους; Μου έρχεται στο νου, τώρα που γράφω, ένα όμορφο πείραμα ψυχολογίας που είχα δει βιντεοσκοπημένο. Σε αυτό, παρουσιάζονταν ένας από τους πειραματιστές κατά την υποδοχή ενός υποκειμένου που ερχότανε να πάρει μέρος στο πείραμα και καθώς έσκυβε κάτω από τον πάγκο για να πάρει δήθεν ένα έντυπο, σηκωνόταν ένας άλλος πειραματιστής και έδινε το έντυπο στο υποκείμενο. Το ερώτημα ήταν αν θα διέκριναν τα υποκείμενα πως επρόκειτο για διαφορετικά άτομα. Τα περισσότερα υποκείμενα δεν το είδαν καν, ενώ λίγα πρόσεξαν τη διαφορά. Οι πειραματιστές είπαν πως δεν μπορούμε να ξέρουμε αν οι λίγοι αυτοί πρόσεξαν τη διαφορά γιατί έχουν καλύτερη παρατηρητικότητα ή αν κάποιο χαρακτηριστικό ή το χρώμα του πουκαμίσου του ενός υποκειμένου τους είχε κάνει εντύπωση. Το πείραμα ήταν καλό, πετυχημένο και μας είπε πως πιθανώς πολλοί άνθρωποι δεν προσέχουμε πράγματα και άτομα γύρω μας, κάτι που μάλλον το ξέρουν όλοι, γίνεται όμως σπουδαίο και ανακοινώσιμο γεγονός αφ’ ης στιγμής είναι πείραμα ψυχολογίας. Νομίζω, πως για την ψυχολογία, η απαίτηση να είναι μια “αντικειμενική” επιστήμη είναι μια παγίδα που προέρχεται από μια ανόητη διάθεση εξομοίωσης με τις θετικές επιστήμες, που την καταδικάζει στο να παραιτείται από ορισμένους πολύ υψηλούς στόχους κατανόησης. Από την προσωπική μου εμπειρία μπορώ να βεβαιώσω πως αν και η έρευνά μου αφορούσε σε μια απολύτως μετρήσιμη παράμετρο, μια φυσιολογική δηλαδή κι όχι ψυχολογική παράμετρο, την εφίδρωση των παλαμών και πελμάτων, ανακοίνωνα τα αποτελέσματα των πειραμάτων με τη μορφή νούμερων και ποσοστών και οι μοναδικές υποθέσεις για τις ψυχονοητικές διεργασίες που διαδραματίζονταν και ήταν πιθανά τα αίτια της εκδήλωσης αυτής της εφίδρωσης προέρχονταν από ενδοσκόπηση. Φυσικά ούτε λόγος να γίνεται για δημοσίευση αυτών των υποθέσεων στα “έγκυρα” περιοδικά ψυχολογίας, που ενδιαφέρονταν για “αντικειμενικά” δεδομένα, περιελήφθησαν ωστόσο στο βιβλίο μου κι είναι σίγουρα οι μόνες ουσιαστικές ψυχολογικές προσεγγίσεις. Θεωρώ πως η ερευνά μου θα είχε επί πλέον ενδιαφέρον αν δούλευα με μεγαλύτερη τόλμη ενδοσκοπικά και κατάφερνα να θέσω πετυχημένες ερωτήσεις στα υπεριδρωσικά και μη άτομα που πήραν μέρος στην έρευνά μου. Όλη όμως η διεθνής βιβλιογραφία υπόδειχνε τον αποδεκτό δρόμο, κι εγώ δεν θα μπορούσα να είχα άλλη άποψη από την “επιστημονική”.
Μια σημαντική αντίρρηση που θα μπορούσε να διατυπωθεί προέρχεται από τη διαπίστωση πως το μεγαλύτερο μέρος της ψυχικής μας ζωής είναι ασυνείδητο, με τις έννοιες ότι μπορεί να γίνεται δύσκολα ή και καθόλου συνειδητό. Αυτό σημαίνει πως η ενδοσκόπηση ίσως δεν μπορεί να συλλάβει το μεγαλύτερο μέρος της ψυχικής μας ζωής ή και ακόμα χειρότερα να μας πληροφορεί αποπροσανατολιστικά και λαθεμένα. Αυτό εν πρώτοις φαντάζει σωστό, είναι όμως τελείως εσφαλμένο στην ουσία του. Κατ’ αρχήν, η προσωπικότητα με την μεγαλύτερη επιρροή που επισήμανε το ρόλο των ασυνείδητων διαδικασιών στην ψυχολογία ήταν αναμφίβολα ο Φρόιντ που η κύρια μέθοδός του ήταν η ενδοσκόπηση και η παρατήρηση των άλλων. Ο μεθοδικός παρατηρητής των ψυχικών του δρώμενων είναι σε θέση να αποκαλύψει πως τα κίνητρά του σε μια πράξη είναι σκοτεινά, πως άλλα ομολογεί κι άλλα υποβόσκουν, πως συχνά δεν ξέρει τι του συμβαίνει, πως δεν μπορεί να κατανοήσει από πού προέρχονται τα όνειρα και τα εναργή όνειρα του, πως κάποιες συσχετίσεις, που κινούν το φόβο ή την ευφορία του ή τον κάνουν να προβαίνει σε παραπραξίες, δεν έγιναν από το συνειδητό του εαυτό αλλά από κάποιο “πίσω μέρος του νου του” που δεν ορίζει. Αντίθετα, πιστεύω πως είναι αδύνατο κάποιος “αντικειμενικός” παρατηρητής, χωρίς αναφορά στην προσωπική του εμπειρία να συλλάβει την έννοια του ασυνειδήτου. Ακόμα και για ένα υπνωτισμένο ή ψυχασθενές άτομο δεν θα μπορούσε κανείς να έχει μια ιδέα τι είναι αυτό που παρατηρεί χωρίς κάποιας μορφής αναφορά στην προσωπική του εμπειρία. Έχουμε μια αίσθηση πώς περίπου θα βλέπουν κάποια πουλιά το υπεριώδες, γιατί βλέπουμε στο ορατό φάσμα, πώς θα ακούν κάποια ζώα τους υπερήχους, γιατί μπορούμε να ακούμε ήχους, αλλά δεν έχουμε καμιά ιδέα για το πώς ανιχνεύουν ορισμένα ψάρια το μαγνητικό πεδίο της γης, γιατί δεν έχουμε καμιά ανάλογη αναφορά. Στην πραγματικότητα, ποτέ κανείς δεν μπορεί να απαρνηθεί την ενδοσκόπηση σαν το βασικό εργαλείο διείσδυσης στα ψυχολογικά δρώμενα.
Η ψυχολογία του ατόμου, ως επιστήμη, έχει ως αντικείμενο μελέτης την υποκειμενική ζωή, που είναι απολύτως απρόσιτη στην άμεση παρατήρηση οποιουδήποτε “αντικειμενικού” παρατηρητή. Από αυτή την άποψη είναι απολύτως μοναδική, εφόσον κάτι τέτοιο δεν υφίσταται για καμιά άλλη επιστήμη. Γιατί λοιπόν θα πρέπει να έχει τις ίδιες μεθόδους μελέτης με τις άλλες επιστήμες των οποίων το αντικείμενο δεν υφίσταται αυτού του περιορισμού; Νομίζω πως θα είναι σημαντικό βήμα μπρος για την ψυχολογία (κι όχι πίσω, μια και μοιάζει με επιστροφή στη μέθοδο του τέλους του 19ου αιώνα) η αποδοχή πως η ενδοσκόπηση θα πρέπει να πάψει να θεωρείται ως ανυπόληπτη μέθοδος και αντίθετα να ξαναπάρει το χρίσμα της νομιμότητας, ως αναντικατάστατο εργαλείο έρευνας της ψυχολογίας. Ενδοσκόπηση του ερευνητή, αφ’ ενός, που θα ανιχνεύει τα προς μελέτη ζητήματα, και των υποκειμένων, αφ’ ετέρου, που θα παίρνουν μέρος στην έρευνά του και θα επιβεβαιώνουν ή θα θέτουν σε δοκιμασία τις παρατηρήσεις και γενικεύσεις του, μέσω των κατά το δυνατόν πιο επιτυχημένων ερωτήσεων τις οποίες θα θέτει. Πειραματισμοί κάθε είδους, όπως και οποιαδήποτε άλλα δεδομένα, απ’ όποιο επιστημονικό τομέα κι αν προέρχονται, θα πρέπει να είναι ευπρόσδεκτα σε μια έξυπνη μελέτη ψυχολογίας, η οποία αρνείται να απαρνηθεί την προσπάθεια να κατανοήσει στο όνομα μιας κακώς εννοούμενης επιστημονικότητας. Τελικά δηλαδή δε νομίζω πως λέω τίποτε περισσότερο απ’ αυτό που έλεγε ο James (όπως το αποδίδει ο Edelman στο “Αιθέρας θεϊκός…” σελ: 78) “η ψυχολογία θα μπορούσε να προχωρήσει ανεξάρτητη, ερευνώντας τις νοητικές λειτουργίες με οποιονδήποτε συνδυασμό ενδοσκόπησης, πειράματος και ψυχοφυσικής αποδεικνύεται αποκαλυπτικότερος”. Είναι αστείο να πιστεύει κανείς πως η ενδοσκόπηση από τότε εξάντλησε τις δυνατότητές της και δεν έχει πια να δώσει κάτι. Απλά, ο συμπεριφορισμός, ο “εγκεφαλισμός” (και γιατί όχι, τα λάθη από τη χρήση της) έχουν βγάλει την ενδοσκόπηση εκτός της επιστημονικής μόδας. Όμως υπάρχουν πάρα πολλοί λόγοι για τους οποίους αξίζει να αγνοεί ενίοτε κανείς τη μόδα.
Σε ένα ντοκιμαντέρ που είχα δει για τη διόρθωση ενός καθρέφτη στο διαστημικό τηλεσκόπιο Hubble, όταν παρουσιάστηκε ένα πρόβλημα στο διαστημόπλοιο, με μια πόρτα που δεν έκλεινε, ο υπεύθυνος τεχνικός της ΝΑΣΑ πρότεινε στην επιτροπή ελέγχου να χρησιμοποιήσουν ένα εργαλείο σα λοστό. Η πρόταση δεν έγινε κατ’ αρχήν δεκτή γιατί θα μπορούσε να γίνει ζημιά, όμως αυτός τους θερμοπαρακάλεσε και χρησιμοποίησε κάθε μέσο, όπως είπε, για να τους πείσει. Τους έπεισε και η πόρτα έκλεισε. Τελικά οι συζητήσεις για τις μεθόδους και τα εργαλεία κρίνονται ίσως από την εν τη πράξει αποδοτικότητά τους. Μπορεί να γίνουν καταστροφές με τη χρήση των πιο λεπτών εργαλείων και τέλειες δουλειές με τη χρήση μη ενδεικνυόμενων. Το θέμα φαίνεται να είναι πώς αυτά χρησιμοποιούνται. Αυτό σε κάθε περίπτωση είναι το ζητούμενο. Ας δοκιμάσουμε στην πράξη λοιπόν.
Ενδοσκόπηση.Οπως ακριβως το τοποθετητε “εκτός μόδας” .Τι κρίμα. Επειδή οι ψυχίατροι και κατ’επέκτασιν οι ψυχολόγοι ασχολούνται αποκλειστικά με τους αλλους και σπανιότερα με τους εαυτούς τους , η ενδοσκόπηση εχει παει στην ακρη. “Γνώθι σ’αυτον” εγραφε με χρυσα γράμματα η εισοδος του ενδοξότερου μαντείου ολων των εποχων, των Δελφών. Αλλα πως? ειναι το αλλο μεγαλο ερωτημα. Οπως μας προτεινετε να δοκιμασουμε στην πραξη.
Με τι εργαλεία? Και οταν η ενδοσκόπηση γινεται επίπονη και αρχίζουν οι αυτοπροστασίες ? Αγνουμε λοιπόν την μόδα και συνεχιζουμε.
Πολύ καλά τα λες. Με την επιφύλαξη του να μη φτάσει κανείς στη νεύρωση.
Το πώς της ενδοσκόπησης είναι μεγάλο ζήτημα και αναγκαστικά θα πρέπει να παίρνει υπ’ όψιν του τον συγκεκριμένο άνθρωπο. Δεν μπορεί να διατυπώνονται γενικοί κανόνες- συνταγές για όλους, επ’ αυτού.
Σε ευχαριστώ για το σχόλιό σου.